ορθογραφικός

ορθογραφικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται στην ορθογραφία: Ορθογραφικό λεξικό, ορθογραφικά λάθη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ορθογραφικός — ή, ό [ορθογραφία] 1. αυτός που αναφέρεται στην ορθογραφία («ορθογραφικό λεξικό») 2. φρ. «ορθογραφική αζιμουθιακή προβολή» (χαρτ.) είδος αζιμουθιακής προβολής, κατά την οποία η γήινη επιφάνεια προβάλλεται κάθετα πάνω στο επίπεδο. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”